- εξαήμερος
- -η, -ο (AM ἑξαήμερος, -ον)1. διάρκειας ή ισχύος έξι ημερών («εξαήμερη προθεσμία», «εξαήμερη άδεια»)2. το θηλ. ως ουσ. ἡ Ἑξαήμεροςοι έξι ημέρες τής δημιουργίας τού κόσμου κατά την Παλαιά Διαθήκημσν.- νεοελλ.1. το ουδ. ως ουσ. τὸ Ἑξαήμερο(ν)ἡ Ἑξαήμερος2. βιβλίο ή έργο που πραγματεύεται τις έξι μέρες τής δημιουργίας3. η εβδομάδα τής Διακαινησίμου.[ΕΤΥΜΟΛ. < εξα- < ἕξ (πρβλ. εξάγραμμα) + -ήμερος < ημέρα].
Dictionary of Greek. 2013.